- πολιτιστικός
- -ή, -ό, Ν1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του2. ο πολιτισμικός3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» — η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με μια συνεχή διαδικασίαβ) «πολιτιστική αλλαγή»(κοινων.) οι τροποποιήσεις που παρατηρούνται σε έναν πολιτισμό με την πάροδο τού χρόνου και οι οποίες συντελούνται με τις μεταρρυθμίσεις, την επινοητικότητα και τις ανακαλύψεις, καθώς και με την επαφή με άλλους πολιτισμούςγ) «πολιτιστική αδράνεια» (κοινων.) η τάση τών πολιτιστικών στοιχείων να διατηρούνται σε έναν πολιτισμό ακόμη και όταν δεν επιτελούν πλέον καμιά ουσιαστική λειτουργίαδ) «πολιτιστική ανθρωπολογία»(κυρίως στις ΗΠΑ) ο κλάδος τής ανθρωπολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τής κοινωνικής διάστασης τού ανθρώπινου είδους, δηλαδή με τη μελέτη τού πολιτισμού από όλες τις πλευρές του, και χρησιμοποιεί τα δεδομένα τής αρχαιολογίας, τής εθνογραφίας, τής εθνογεωγραφίας, τής λαογραφίας και τής γλωσσολογίας, κλάδος αντίστοιχος περίπου με την κοινωνική ανθρωπολογία, όπως λέγεται στην Αγγλία ή με την εθνολογία, όπως λεγόταν παλαιότερα στην Ευρώπη και ειδικά στη Γαλλίαε) «πολιτιστική βιομηχανία»(κοινων.) σύνολο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων που εξετάζονται από την άποψη τής οικονομικής τους σημασίαςστ) «πολιτιστική διάχυση» — η εξάπλωση τών πολιτιστικών φαινομένων με διαδικασίες οι οποίες παράγουν πολιτιστικές ομοιότητες σε διάφορες κοινωνίες, όπως είναι η μετανάστευση τών φορέων τών αντίστοιχων πολιτιστικών στοιχείων, ο δανεισμός πολιτιστικών στοιχείων μιας ομάδας από άλλην ή η υποβολή ιδεώνζ) «πολιτιστική επανάσταση»i) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) σύνθετη διεργασία ριζικών αλλαγών στην πνευματική ζωή τής κοινωνίας και δημιουργίας ενός πνευματικού πολιτισμού ανώτερου, βαθιά ανθρωπιστικού, που θα αποτελεί σύνθεση τών αυθεντικών εθνικών και παγκόσμιων αξιών τού παρελθόντος με τις νέες αξίες που θα δημιουργήσει ο σοσιαλισμόςii) (στην Κίνα) κίνηση και περίοδος στη νεώτερη ιστορία τής Κίνας, που διήρκεσε από το 1966 ώς το 1976 και κατά την οποία, υπό το επίσημο ιδεολογικό ένδυμα τής πάλης εναντίον τής γραφειοκρατίας και για την επικράτηση τής σκέψης τού Μάο Τσετουνγκ, αλλά με πραγματικό στόχο την υπέρβαση τών διαφωνιών που είχαν ανακύψει και τών δυσχερειών που αντιμετώπιζε το σύστημα ιδίως στον τομέα τής οικονομίας, διεξήχθηκε μια οξύτατη διαμάχη στους κόλπους τού πολιτικού συστήματος τής χώρας και σε όλες τις συνιστώσες του, έγιναν πάμπολλες εκκαθαρίσεις στελεχών στον μηχανισμό τού κομμουνιστικού κόμματος και τού κράτους και διαμορφώθηκαν νέες οικονομικές μορφές, κυρίως στην ύπαιθρο, καθώς και το νέο πολιτικό κατεστημένοη) «πολιτιστική ιστορία»ανθρωπολ. η μελέτη λαών σύγχρονων ή τού παρελθόντος από την άποψη τού συνόλου τού πολιτισμού τουςθ) «πολιτική καθυστέρηση» ή «πολιτική υστέρηση» ή «πολιτιστική βραδυπορία»(κοινων.) η διακοπή τής ισορροπίας και τής ένταξης ενός πολιτισμού που προκαλείται από μια διαφορά στον ρυθμό αλλαγής δύο ή περισσότερων πολιτιστικών χαρακτηριστικώνι) «πολιτιστική και κοινωνική γεωγραφία» — ένας από τους πέντε μεγάλους παραδοσιακούς κλάδους τής ανθρωπογεωγραφίας, που μελετά την κατανομή τών πολιτισμών και τών πολιτισμικών στοιχείων στον χώρο και στον χρόνο, την οργάνωση τών πολιτιστικών συμπλεγμάτων στον χώρο, το πολιτιστικό τοπίο, την εξέλιξη και διαδοχή τών πολιτισμών και τών πολιτιστικών στοιχείων, τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις και τις κατά τόπους συσχετίσεις πολιτισμού και φύσης καθώς και τα αστικά και κοινωνικά προβλήματα σε χώρες με ανεπτυγμένη οικονομίαια) «πολιτιστική και κοινωνική ένταξη» ή «πολιτιστική και κοινωνική ενσωμάτωση» ή «πολιτιστική και κοινωνική ολοκλήρωση»(κοινων.) η αμοιβαία συναρμογή τών συστατικών στοιχείων ενός πολιτισμού, η σύνδεση κάθε μέρους του με το σύνολο, ως απαραίτητου τμήματος τής οργανικής ολότητας τού πολιτισμούιβ) «πολιτιστική περιοχή» ή «πολιτιστικός χώρος» — γεωγραφική μονάδα στην οποία συναντώνται παρόμοιοι πολιτισμοί, δηλαδή παρόμοια πρότυπα πολιτιστικών χαρακτηριστικών και παρόμοιοι τρόποι επιβίωσηςιγ) «πολιτιστική ροπή» — αλλαγή σε ένα πολιτιστικό σύστημα, που προκύπτει από μια συσσωρευτική σειρά μικρών αλλαγών οι οποίες τείνουν προς μια ορισμένη κατεύθυνσηιδ) «πολιτιστική σύγκλιση και πολιτιστικός παραλληλισμός» — διεργασίες αλλαγής με τις οποίες διαφορετικά χαρακτηριστικά λαών, απομεμακρυσμένων μεταξύ τους γεωγραφικά, αναπτύσσονται με την πάροδο τού χρόνου κατά τρόπο ολοένα και πιο παρόμοιο, ωσότου γίνουν όμοια ή σχεδόν ταυτόσημα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει πραγματική πολιτιστική επαφήιε) «πολιτιστική υπαγωγή»(κοινων.-ψυχολ.) η διαδικασία εκμάθησης με την οποία ο άνθρωπος προσλαμβάνει καθ' όλη τη διάρκεια τής ζωής του τα στοιχεία που συγκροτούν τον πολιτισμό τής κοινωνίας ή τού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκειιστ) «πολιτιστικό κεφάλαιο» — ο υποπολιτισμός, ο επιμέρους πολιτισμός, που κυριαρχεί στον γενικό πολιτισμό μιας κοινωνίας και ο οποίος καθορίζεται από την κυρίαρχη τάξηιζ) «πολιτιστικός κύκλος»(κοινων.) βασικό πολιτιστικό σύμπλεγμα, εννοούμενο ως οντότητα που αναπτύσσεται από ένα κέντρο καταγωγής και διαχέεται σε μεγάλες περιοχές τού κόσμουιη) «πολιτιστικός μονισμός»(κοινων.) αντίληψη κατά την οποία ο επιμέρους πολιτισμός, ή υποπολιτισμός, τών εθνικών μειονοτήτων και τών κοινωνικών υποσυνόλων δεν πρέπει ναυπάρχει και ότι οι κοινωνικές αυτές ομάδες πρέπει να ενταχθούν στον κυρίαρχο πολιτισμό τής αντίστοιχης κοινωνίας για την αποφυγή τριβών και εντάσεωνιθ) «πολιτιστικός πλουραλισμός» ή «πολιτιστική πολυμορφία»(κοινων.) αντίληψη κατά την οποία ο ιδιαίτερος πολιτισμός, ή υποπολιτισμός, τών εθνικών μειονοτήτων και τών επιμέρους κοινωνικών συνόλων πρέπει να υπάρχει, αρκεί να μην οδηγεί σε εντάσεις και στη διάσπαση τής κοινωνικής συνοχήςκ) «πολιτιστικός σχετικισμός» ή «πολιτική σχετικοκρατία» ή «πολιτιστική σχετικότητα» — η αντίληψη κατά την οποία κάθε στοιχείο συμπεριφοράς, λ.χ. ένα έθιμο, μπορεί να κριθεί μόνο στα πλαίσια τού συστήματος αξιών στο οποίο βρέθηκε και δεν υπάρχει μια απόλυτη κλίμακα αξιών εφαρμόσιμη σε όλες τις κοινωνίεςκα) «πολιτιστικός τύπος» — δομή, σε ένα σύστημα κατάταξης τών πολιτισμών, η οποία χαρακτηρίζεται από επιλεγμένα και λειτουργικώς συνδεόμενα χαρακτηριστικά ή ομάδες χαρακτηριστικώνκβ) «πολιτιστικό χαρακτηριστικό» ή «πολιτιστικό στοιχείο» — η μικρότερη μονάδα, υλική ή μη υλική, που μπορεί να επισημανθεί σε έναν πολιτισμό, όπως είναι ένα εργαλείο, π.χ. ένα μαχαίρι, ένας τρόπος ενέργειας ή δράσης, λ.χ. η ύφανση, μια δοξασία, λ.χ. η πίστη στα πνεύματακγ) «καθολικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό»(κοινων.) πολιτιστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει όλα τα μέλη μιας κοινωνίας, όπως είναι λ.χ. η γλώσσακδ) «ιδιάζον πολιτιστικό χαρακτηριστικό»(κοινων.) πολιτιστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει ορισμένη κατηγορία ατόμων, όπως είναι λ.χ. η στολή, μια διάλεκτος κ.ά.κε) «διακριτικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό»(κοινων.) πολιτιστικό στοιχείο που αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, λ.χ. το στέμμα τού βασιλιά κ.ά.κστ) «πολιτιστικό σύμπλεγμα»i) ευδιάκριτο και σχετικά αύταρκες άθροισμα πολιτιστικών χαρακτηριστικών που συνδέονται με μία και μόνον δραστηριότητα, λ.χ. το κυνήγι, μία και μόνον διαδικασία, λ.χ. τη χρήση πυριτόλιθου, κ.ά.ii) ομάδα αλληλοσχετιζόμενων χαρακτηριστικών που κυριαρχούνται από ένα βασικό χαρακτηριστικό, λ.χ. ο εθνικισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.